- διαβιβάζεις
- διαβιβάζωcarry overpres ind act 2nd sgδιαβιβάζωcarry overpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαιρέτισμα — το, ατος 1. χαιρετισμός. 2. ο πληθ., τα χαιρετίσματα οι χαιρετισμοί που διαβιβάζονται με επιστολή ή με τρίτο πρόσωπο σε κάποιον: Διαβιβάζεις τα χαιρετίσματά μου στους γονείς σου; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)